-αδάκι

-αδάκι
κατάληξη υποκοριστικών, π.χ. φτωχ-αδάκι, βορι-αδάκι, ντολμ-αδάκι. Αποτελεί επεκτεταμένη μορφή τής υποκοριστικής καταλήξεως -άκι από την κατάληξη τού πληθ. -αδες, π.χ. παράς - παράδες - παραδάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πετραδάκι — το, Ν μικρή πέτρα, λιθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. αδάκι (πρβλ. φτωχ αδάκι)] …   Dictionary of Greek

  • φτωχαδάκι — το, Ν υποκορ. κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. αδάκι (πρβλ. πετρ αδάκι)] …   Dictionary of Greek

  • χαβαδάκι — το, Ν ειρων. επιμονή στην ίδια αντίληψη ή τακτική («το χαβαδάκι του αυτός!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαβάς + υποκορ. κατάλ. αδάκι (πρβλ. χαλβ αδάκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”